- διορυκτρὶς
- διορ-υκτρὶς χελώνηA battering-ram, Apollod.Poliorc.138.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διορυκτής — διορυκτής, ο (θηλ. διορυκτίς και διορυκτρίς, η) (Α) [διορύσσω] ο εκσκαφέας … Dictionary of Greek